- διακεκαυμένος
- t'orrid
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
διακεκαυμένος — η, ο βλ. διακαίω … Dictionary of Greek
διακεκαυμένος — η, ο διάπυρος, υπερβολικά θερμός: Η «διακεκαυμένη ζώνη» της Γης βρίσκεται στον ισημερινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακεκαυμένος — διακαίω burn through perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OGMIUS — Hercules a Gallis sic dictus. Lucian. in Herc. Τὸν Η῾ρακλέα οἱ Κελτοὶ Ο῎τμιον ὀνομάζουσι φωνῇ τῇ ἐπικωρίῳ, Ogmion, i. e. Gap desc: Hebrew agemion. Barbaios et peregrinos ita nominant, in quit Bochart. l. 1. Chanaan, c. 42. Nempe, vel ex Phoenice… … Hofmann J. Lexicon universale
διακαίω — (AM διακαίω) 1. (μτχ. παθ. παρακμ.) φρ. «διακεκαυμένη ζώνη» (Α και «διακεκαυμένος κύκλος») η θερμή περιοχή τής γήινης σφαίρας γύρω από τον Ισημερινό, μεταξύ τού τροπικού τού Καρκίνου και τού τροπικού τού Αιγόκερω 2. πυρακτώνω τελείως, θερμαίνω… … Dictionary of Greek
ԲՈՑԱՇՈՒՆՉ — ( ) NBH 1 509 Chronological Sequence: Early classical ա. Շնչօղ զբոց. հրաշունչ. տօթագին. տապախառն. ... որպէս այրեցած գօտին. ըստ յն. διακεκαυμένος *Որ ʼի ստորին աշխարհին հարաւոյ բնակեալք իցեն՝ սահմանակիցք բոցաշունչ աշխարհին. Վեցօր. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)